πλᾶθος

πλᾶθος
πλᾶθος,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλάθος — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλήθος …   Dictionary of Greek

  • πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπνοπλάθος — ἰπνοπλάθος, ὁ (Α) αυτός που εργάζεται σε κλίβανο ή σε κάμινο, ο κεραμέας, ο τσουκαλάς, ο κοροπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο πλάθος, πηλο πλάθος] …   Dictionary of Greek

  • κοροπλάθος — ο (Α κοροπλάθος) ο κατασκευαστής πήλινων ή κέρινων αγαλματιδίων, συνήθως κορών («τοῑς ὑπὸ τῶν κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν ο + πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο πλάθος, πηλο… …   Dictionary of Greek

  • λογοπλάθος — λογοπλάθος, ὁ (Α) (για τον Αίσωπο) αυτός που πλάθει μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πλάθος(< πλάσσω), πρβλ. κορο πλάθος, πηλο πλάθος] …   Dictionary of Greek

  • παλάθη — παλάθη, ἡ (Α) 1. αρμαθιά ξηρών καρπών, ιδίως σύκων 2. (γενικά) μάζα από πεπιεσμένους καρπούς, όπως λ.χ. σύκων, ελαιών, σταφίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παλάθη συνδέεται πιθ. με τις λ. παλάμη*, παλαστή* «παλάμη», πελανός* «είδος… …   Dictionary of Greek

  • πηλοπλάθος — ὁ, Α αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, πηλοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλάθος (< θ. πλαθ τού πλάσσω, πρβλ. πλάθ ανον), πρβλ. χυτρο πλάθος] …   Dictionary of Greek

  • χυτροπλάθος — και κυθροπλάθος, ὁ, Α τεχνίτης που κατασκευάζει χύτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + πλάθος (< θ. πλαθ τού πλάσσω), πρβλ. κορο πλάθος] …   Dictionary of Greek

  • MAMBRINAE — tamquam ex monte Mambrae prope Hebronem, dicuntur Aegyptiis, quas alii capras Indicas. Libyes Adimain vocant; Orientales nempe captae, longis auribus, silvestres et montanae, quibus pro iumento utuntur tenuioris sortis homines. Has describit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιπνοπλάθης — ἰπνοπλάθης, ο (Α) ιπνοπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάθης (αντί πλάθος) < πλάσσω, τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.] …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”